χωμάτινος

χωμάτινος
-η, -ο
αυτός που αποτελείται από χώμα, ο κατασκευασμένος από χώμα: Πίνει νερό από χωματένιο τσουκάλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωμάτινος — η, ο / χωμάτινος, ίνη, ον, ΝΜ 1. χωματένιος 2. μτφ. γήινος, σε αντιδιαστολή προς τον ουράνιο ή τον πνευματικό («τὴν γηγενῆ καὶ χωματίνην σάρκα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • γήινος — η, ο (AM γήινος, η, ον) [γη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που έχει τη σύσταση τής γης, χωμάτινος 3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο) 4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό) 5. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • γεωλοφία — γεωλοφία, η (Α) [γεώλοφος] χωμάτινος λόφος …   Dictionary of Greek

  • γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… …   Dictionary of Greek

  • γεώλοφος — και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο Α και γήλοφον, το) χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος αρχ. μσν. ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος αρχ. ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα») …   Dictionary of Greek

  • τούμπα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Παιονίας, του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Φυλλίδας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Νάξου (Επιτόπιο) — Από το καλοκαίρι του 1999, στην πλατεία του μητροπολιτικού ναού της Nάξου, λειτουργεί ένα μοναδικό στην Eλλάδα μουσείο. Στην πλατεία και στον υπόγειο χώρο των 400 τ.μ. περίπου μπορεί κανείς να δει τα ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν τη… …   Dictionary of Greek

  • γήινος — η, ο 1. αυτός που ανήκει στη Γη: Γήινη βαρύτητα. 2. χωμάτινος, υλικός, φθαρτός: Γήινος κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωματένιος, -ια, -ιο — βλ. χωμάτινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”